Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
View word page
στροβιλεϊνόν
pinetum

ShortDef

pinetum

Debugging

Headword:
στροβιλεϊνόν
Headword (normalized):
στροβιλεϊνόν
Headword (normalized/stripped):
στροβιλεινον
IDX:
82099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82100
Key:

Data

{'content': 'pinetum'}