Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
ἄγρωσσα
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιαῖος
ἀγυιάτης
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυιοπλαστέω
ἄγυιος
Ἄγυλλα
View word page
ἀγρώστης
wild

ShortDef

wild

Debugging

Headword:
ἀγρώστης
Headword (normalized):
ἀγρώστης
Headword (normalized/stripped):
αγρωστης
IDX:
820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-821
Key:

Data

{'content': 'wild'}