Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
View word page
στροβιλέα
fir-tree
ShortDef
fir-tree
Debugging
Headword:
στροβιλέα
Headword (normalized):
στροβιλέα
Headword (normalized/stripped):
στροβιλεα
IDX:
82098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82099
Key:
Data
{'content': 'fir-tree'}