Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
View word page
στροβέω
to twist, twirl
ShortDef
to twist, twirl
Debugging
Headword:
στροβέω
Headword (normalized):
στροβέω
Headword (normalized/stripped):
στροβεω
IDX:
82095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82096
Key:
Data
{'content': 'to twist, twirl'}