Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
View word page
στροβεύς
screw-press

ShortDef

screw-press

Debugging

Headword:
στροβεύς
Headword (normalized):
στροβεύς
Headword (normalized/stripped):
στροβευς
IDX:
82094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82095
Key:

Data

{'content': 'screw-press'}