Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
View word page
στροβανίσκος
tripod

ShortDef

tripod

Debugging

Headword:
στροβανίσκος
Headword (normalized):
στροβανίσκος
Headword (normalized/stripped):
στροβανισκος
IDX:
82092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82093
Key:

Data

{'content': 'tripod'}