Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
View word page
στρίφνος
tough

ShortDef

tough

Debugging

Headword:
στρίφνος
Headword (normalized):
στρίφνος
Headword (normalized/stripped):
στριφνος
IDX:
82090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82091
Key:

Data

{'content': 'tough'}