Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
View word page
στριφνός
firm, hard, solid
ShortDef
firm, hard, solid
Debugging
Headword:
στριφνός
Headword (normalized):
στριφνός
Headword (normalized/stripped):
στριφνος
IDX:
82089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82090
Key:
Data
{'content': 'firm, hard, solid'}