Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπλήρωσις
ἀντανασηκόω
ἀντανατρέχω
ἀνταναφέρω
ἀνταναχωρέω
Ἀντάνδριος
Ἄντανδρος
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανεμία
ἀντανέχω
ἀντανισόω
ἀντανίστημι
ἀντανίσωμα
ἀντανίσωσις
ἀντανοίγω
View word page
Ἀντάνδριος
Antandrian, inhabitant of Antandros

ShortDef

Antandrian, inhabitant of Antandros

Debugging

Headword:
Ἀντάνδριος
Headword (normalized):
ἀντάνδριος
Headword (normalized/stripped):
αντανδριος
IDX:
8208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8209
Key:

Data

{'content': 'Antandrian, inhabitant of Antandros'}