Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
View word page
στρίξ
owl

ShortDef

owl

Debugging

Headword:
στρίξ
Headword (normalized):
στρίξ
Headword (normalized/stripped):
στριξ
IDX:
82088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82089
Key:

Data

{'content': 'owl'}