Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
View word page
στριβιλικίγξ
the least
ShortDef
the least
Debugging
Headword:
στριβιλικίγξ
Headword (normalized):
στριβιλικίγξ
Headword (normalized/stripped):
στριβιλικιγξ
IDX:
82086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82087
Key:
Data
{'content': 'the least'}