Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
View word page
στρηνύζω
trumpet
ShortDef
trumpet
Debugging
Headword:
στρηνύζω
Headword (normalized):
στρηνύζω
Headword (normalized/stripped):
στρηνυζω
IDX:
82085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82086
Key:
Data
{'content': 'trumpet'}