Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
View word page
στρηνόφωνος
rough-

ShortDef

rough-

Debugging

Headword:
στρηνόφωνος
Headword (normalized):
στρηνόφωνος
Headword (normalized/stripped):
στρηνοφωνος
IDX:
82084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82085
Key:

Data

{'content': 'rough-'}