Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
στριφνός
στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
View word page
στρηνιάω
to run riot, wax wanton

ShortDef

to run riot, wax wanton

Debugging

Headword:
στρηνιάω
Headword (normalized):
στρηνιάω
Headword (normalized/stripped):
στρηνιαω
IDX:
82082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82083
Key:

Data

{'content': 'to run riot, wax wanton'}