Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπλήρωσις
ἀντανασηκόω
ἀντανατρέχω
ἀνταναφέρω
ἀνταναχωρέω
Ἀντάνδριος
Ἄντανδρος
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανεμία
ἀντανέχω
ἀντανισόω
ἀντανίστημι
ἀντανίσωμα
ἀντανίσωσις
View word page
ἀνταναχωρέω
give ground in turn

ShortDef

give ground in turn

Debugging

Headword:
ἀνταναχωρέω
Headword (normalized):
ἀνταναχωρέω
Headword (normalized/stripped):
ανταναχωρεω
IDX:
8207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8208
Key:

Data

{'content': 'give ground in turn'}