Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρευγεδών
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
στρίξ
View word page
στρεψοδικέω
to twist justice

ShortDef

to twist justice

Debugging

Headword:
στρεψοδικέω
Headword (normalized):
στρεψοδικέω
Headword (normalized/stripped):
στρεψοδικεω
IDX:
82078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82079
Key:

Data

{'content': 'to twist justice'}