Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
στρίγλος
View word page
στρέψις
a turning round
ShortDef
a turning round
Debugging
Headword:
στρέψις
Headword (normalized):
στρέψις
Headword (normalized/stripped):
στρεψις
IDX:
82077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82078
Key:
Data
{'content': 'a turning round'}