Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στρηνόφωνος
στρηνύζω
στριβιλικίγξ
View word page
στρεψίμαλλος
with tangled fleece

ShortDef

with tangled fleece

Debugging

Headword:
στρεψίμαλλος
Headword (normalized):
στρεψίμαλλος
Headword (normalized/stripped):
στρεψιμαλλος
IDX:
82076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82077
Key:

Data

{'content': 'with tangled fleece'}