Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
στρεπτόν
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρήνα
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
View word page
στρεψηλάκατος
turning the spindle

ShortDef

turning the spindle

Debugging

Headword:
στρεψηλάκατος
Headword (normalized):
στρεψηλάκατος
Headword (normalized/stripped):
στρεψηλακατος
IDX:
82073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82074
Key:

Data

{'content': 'turning the spindle'}