Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
στρεπτόν
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
στρέψις
View word page
στρεπτοφόρος
wearing a collar

ShortDef

wearing a collar

Debugging

Headword:
στρεπτοφόρος
Headword (normalized):
στρεπτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
στρεπτοφορος
IDX:
82067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82068
Key:

Data

{'content': 'wearing a collar'}