Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
στρεπτόν
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψαύχην
στρεψηλάκατος
Στρεψιάδης
στρεψίκερως
στρεψίμαλλος
View word page
στρεπτός
flexible, pliant; (subst.) necklace

ShortDef

flexible, pliant; (subst.) necklace

Debugging

Headword:
στρεπτός
Headword (normalized):
στρεπτός
Headword (normalized/stripped):
στρεπτος
IDX:
82066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82067
Key:

Data

{'content': 'flexible, pliant; (subst.) necklace'}