Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
στρεπτόν
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεύγω
View word page
στρέμμα
a wrench, strain, sprain

ShortDef

a wrench, strain, sprain

Debugging

Headword:
στρέμμα
Headword (normalized):
στρέμμα
Headword (normalized/stripped):
στρεμμα
IDX:
82059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82060
Key:

Data

{'content': 'a wrench, strain, sprain'}