Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
στρεπτόν
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
View word page
στρεβλωτής
eculeus

ShortDef

eculeus

Debugging

Headword:
στρεβλωτής
Headword (normalized):
στρεβλωτής
Headword (normalized/stripped):
στρεβλωτης
IDX:
82058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82059
Key:

Data

{'content': 'eculeus'}