Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
στρεπτόν
στρεπτός
View word page
στρέβλωσις
putting to the torture

ShortDef

putting to the torture

Debugging

Headword:
στρέβλωσις
Headword (normalized):
στρέβλωσις
Headword (normalized/stripped):
στρεβλωσις
IDX:
82056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82057
Key:

Data

{'content': 'putting to the torture'}