Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
στρεπτόν
View word page
στρέβλωμα
wrench, twist

ShortDef

wrench, twist

Debugging

Headword:
στρέβλωμα
Headword (normalized):
στρέβλωμα
Headword (normalized/stripped):
στρεβλωμα
IDX:
82055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82056
Key:

Data

{'content': 'wrench, twist'}