Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
στρεπτόλυτον
View word page
στρεβλόω
to twist, strain, distort, torture

ShortDef

to twist, strain, distort, torture

Debugging

Headword:
στρεβλόω
Headword (normalized):
στρεβλόω
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοω
IDX:
82054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82055
Key:

Data

{'content': 'to twist, strain, distort, torture'}