Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτάριον
στρεπτικός
στρεπτίνδα
View word page
στρεβλότης
crookedness

ShortDef

crookedness

Debugging

Headword:
στρεβλότης
Headword (normalized):
στρεβλότης
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοτης
IDX:
82053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82054
Key:

Data

{'content': 'crookedness'}