Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
στρέπταιγλος
View word page
στρεβλοκέρατος
with crumpled horns

ShortDef

with crumpled horns

Debugging

Headword:
στρεβλοκέρατος
Headword (normalized):
στρεβλοκέρατος
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοκερατος
IDX:
82050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82051
Key:

Data

{'content': 'with crumpled horns'}