Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
στρέμμα
View word page
στρεβλοκάρδιος
perverse

ShortDef

perverse

Debugging

Headword:
στρεβλοκάρδιος
Headword (normalized):
στρεβλοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοκαρδιος
IDX:
82049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82050
Key:

Data

{'content': 'perverse'}