Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπλήρωσις
ἀντανασηκόω
ἀντανατρέχω
ἀνταναφέρω
ἀνταναχωρέω
Ἀντάνδριος
Ἄντανδρος
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανεμία
ἀντανέχω
ἀντανισόω
View word page
ἀντανασηκόω
compensate
ShortDef
compensate
Debugging
Headword:
ἀντανασηκόω
Headword (normalized):
ἀντανασηκόω
Headword (normalized/stripped):
αντανασηκοω
IDX:
8204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8205
Key:
Data
{'content': 'compensate'}