Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
στρεβλωτής
View word page
στρέβλη
winch
ShortDef
winch
Debugging
Headword:
στρέβλη
Headword (normalized):
στρέβλη
Headword (normalized/stripped):
στρεβλη
IDX:
82048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82049
Key:
Data
{'content': 'winch'}