Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
στρεβλωτήριος
View word page
στρέβλευμα
perversity, frowardness

ShortDef

perversity, frowardness

Debugging

Headword:
στρέβλευμα
Headword (normalized):
στρέβλευμα
Headword (normalized/stripped):
στρεβλευμα
IDX:
82047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82048
Key:

Data

{'content': 'perversity, frowardness'}