Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
στρέβλωσις
View word page
στράτωρ
strator, groom

ShortDef

strator, groom

Debugging

Headword:
στράτωρ
Headword (normalized):
στράτωρ
Headword (normalized/stripped):
στρατωρ
IDX:
82046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82047
Key:

Data

{'content': 'strator, groom'}