Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέβλωμα
View word page
Στρατωνίδης
son of the army

ShortDef

son of the army

Debugging

Headword:
Στρατωνίδης
Headword (normalized):
στρατωνίδης
Headword (normalized/stripped):
στρατωνιδης
IDX:
82045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82046
Key:

Data

{'content': 'son of the army'}