Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
στρεβλός
στρεβλότης
View word page
στρατόω
to lead to war
ShortDef
to lead to war
Debugging
Headword:
στρατόω
Headword (normalized):
στρατόω
Headword (normalized/stripped):
στρατοω
IDX:
82043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82044
Key:
Data
{'content': 'to lead to war'}