Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
στρεβλοκέρατος
στρεβλόπους
View word page
στρατοϋπηρέτης
army servant

ShortDef

army servant

Debugging

Headword:
στρατοϋπηρέτης
Headword (normalized):
στρατοϋπηρέτης
Headword (normalized/stripped):
στρατουπηρετης
IDX:
82041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82042
Key:

Data

{'content': 'army servant'}