Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
στρεβλοκάρδιος
View word page
στρατός
an encamped army

ShortDef

an encamped army

Debugging

Headword:
στρατός
Headword (normalized):
στρατός
Headword (normalized/stripped):
στρατος
IDX:
82039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82040
Key:

Data

{'content': 'an encamped army'}