Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
στρέβλη
View word page
στρατόπλωτος
transporting an army

ShortDef

transporting an army

Debugging

Headword:
στρατόπλωτος
Headword (normalized):
στρατόπλωτος
Headword (normalized/stripped):
στρατοπλωτος
IDX:
82038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82039
Key:

Data

{'content': 'transporting an army'}