Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
στρέβλευμα
View word page
στρατόπεδον
the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment

ShortDef

the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment

Debugging

Headword:
στρατόπεδον
Headword (normalized):
στρατόπεδον
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδον
IDX:
82037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82038
Key:

Data

{'content': 'the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment'}