Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
στρατόω
στρατύλλαξ
Στρατωνίδης
στράτωρ
View word page
στρατοπεδεύω
to encamp, bivouac, take up a position

ShortDef

to encamp, bivouac, take up a position

Debugging

Headword:
στρατοπεδεύω
Headword (normalized):
στρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδευω
IDX:
82036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82037
Key:

Data

{'content': 'to encamp, bivouac, take up a position'}