Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατοκῆρυξ
στρατολογέω
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
στρατοϋπηρέτης
στρατοφύλαξ
View word page
στρατοπεδεία
encampment

ShortDef

encampment

Debugging

Headword:
στρατοπεδεία
Headword (normalized):
στρατοπεδεία
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδεια
IDX:
82032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82033
Key:

Data

{'content': 'encampment'}