Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατοκῆρυξ
στρατολογέω
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
Στράτος
View word page
στρατοπεδάρχης
a military commander

ShortDef

a military commander

Debugging

Headword:
στρατοπεδάρχης
Headword (normalized):
στρατοπεδάρχης
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδαρχης
IDX:
82030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82031
Key:

Data

{'content': 'a military commander'}