Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στράτιος
στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατοκῆρυξ
στρατολογέω
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατόπλωτος
στρατός
View word page
στρατόομαι
be encamped, take the field

ShortDef

be encamped, take the field

Debugging

Headword:
στρατόομαι
Headword (normalized):
στρατόομαι
Headword (normalized/stripped):
στρατοομαι
IDX:
82029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82030
Key:

Data

{'content': 'be encamped, take the field'}