Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπλήρωσις
ἀντανασηκόω
ἀντανατρέχω
ἀνταναφέρω
ἀνταναχωρέω
Ἀντάνδριος
Ἄντανδρος
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανεμία
View word page
ἀνταναπληρόω
to supply as a substitute

ShortDef

to supply as a substitute

Debugging

Headword:
ἀνταναπληρόω
Headword (normalized):
ἀνταναπληρόω
Headword (normalized/stripped):
ανταναπληροω
IDX:
8202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8203
Key:

Data

{'content': 'to supply as a substitute'}