Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατίαρχος
Στράτιος
Στρατίος
στράτιος
στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατοκῆρυξ
στρατολογέω
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
View word page
στρατολογία
raising, levying an army

ShortDef

raising, levying an army

Debugging

Headword:
στρατολογία
Headword (normalized):
στρατολογία
Headword (normalized/stripped):
στρατολογια
IDX:
82026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82027
Key:

Data

{'content': 'raising, levying an army'}