Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατιά
στρατίαρχος
Στράτιος
Στρατίος
στράτιος
στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατοκῆρυξ
στρατολογέω
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
View word page
στρατολογέω
to levy soldiers

ShortDef

to levy soldiers

Debugging

Headword:
στρατολογέω
Headword (normalized):
στρατολογέω
Headword (normalized/stripped):
στρατολογεω
IDX:
82025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82026
Key:

Data

{'content': 'to levy soldiers'}