Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρατηλάτης
στρατηλατικός
στρατιά
στρατίαρχος
Στράτιος
Στρατίος
στράτιος
στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατοκῆρυξ
στρατολογέω
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
στρατόομαι
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδεία
στρατοπέδευμα
View word page
στρατιῶτις
(ναῦς) a troop-transport ship, (fem. adj.) soldier-
ShortDef
(ναῦς) a troop-transport ship, (fem. adj.) soldier-
Debugging
Headword:
στρατιῶτις
Headword (normalized):
στρατιῶτις
Headword (normalized/stripped):
στρατιωτις
IDX:
82023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82024
Key:
Data
{'content': '(ναῦς) a troop-transport ship, (fem. adj.) soldier-'}