Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατηλατικός
στρατιά
στρατίαρχος
Στράτιος
Στρατίος
στράτιος
στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
View word page
στρατηλάτης
a leader of an army, a general, commander
ShortDef
a leader of an army, a general, commander
Debugging
Headword:
στρατηλάτης
Headword (normalized):
στρατηλάτης
Headword (normalized/stripped):
στρατηλατης
IDX:
82013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82014
Key:
Data
{'content': 'a leader of an army, a general, commander'}