Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατηλατικός
στρατιά
στρατίαρχος
Στράτιος
Στρατίος
στράτιος
στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
View word page
στρατηλατέω
to lead an army into the field

ShortDef

to lead an army into the field

Debugging

Headword:
στρατηλατέω
Headword (normalized):
στρατηλατέω
Headword (normalized/stripped):
στρατηλατεω
IDX:
82012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82013
Key:

Data

{'content': 'to lead an army into the field'}