Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
View word page
στρατηγέω
to be general

ShortDef

to be general

Debugging

Headword:
στρατηγέω
Headword (normalized):
στρατηγέω
Headword (normalized/stripped):
στρατηγεω
IDX:
82002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82003
Key:

Data

{'content': 'to be general'}